αλεξίπυρος

αλεξίπυρος
ος , ον огнеупорный; огнестойкий;

αλεξίπυρος πλίνθος — огнеупорный кирпич


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλεξίπυρος" в других словарях:

  • αλεξίπυρος — η, ο αυτός που δεν προσβάλλεται από τη φωτιά, που δεν αναφλέγεται εύκολα, ο πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + πυρ, ός. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pare feu < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + feu «φωτιά»] …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπυρος — η, ο αυτός που προστατεύει από τη φωτιά: Οι πυροσβέστες διαθέτουν και αλεξίπυρες στολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεξίφλογος — η, ον ο αλεξίπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + φλογος < φλόγα] …   Dictionary of Greek

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχος — η, ο κάθε ύλη που αντέχει στη φωτιά, αλλ. αλεξίπυρος: Πυρίμαχο υλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»